- βράσσω
- βράσσω και βράττω (Α)1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή2. λιχνίζω3. βράζω4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» — χτυπιέμαι στα γέλια.[ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ. murdet «κοχλάζω», λιθ. murdynas» «πηγή», murdyti «ταράσσω το νερό» κ.λπ.ΠΑΡ. βράση (-ις) «βρασμός, βραστήρας (Α βραστήρ)αρχ.βρασματίας, βρασματώδης, βρασμώδης, βράστηςμσν.βράσμαμσν.- νεοελλ.βράστη, βραστόςνεοελλ.βρασιά, βράσιμο, βραστάρι, βραστερός.ΣΥΝΘ. αναβράζω, εκβράζωαρχ.εκβράζω, εκβράσσω, εμβράσσω, καταβράζω, ολιβράζω, προσβράσσω, υπερβράζωνεοελλ.αποβράζω, καλοβράζω, κουφοβράζω, κρυφοβράζω, μισοβράζω, νεροβράζω, ξαναβράζω, ξεβράζω, παραβράζω, σιγοβράζω].
Dictionary of Greek. 2013.